βαρύς

βαρύς
βᾰρῠς
1 heavy
a of sound, deep, heavyὀστέων στεναγμὸν βαρύν” fr. 168. 5.
b met., heavy, grievous

πένθος δὲ πίτνει βαρὺ O. 2.23

Ἑλλάδ' ἐξέλκων βαρείας δουλίας P. 1.75

ματρὸς βαρείᾳ σὺν πάθᾳP. 3.42

βαρειᾶν νόσων P. 5.63

βαρὺ δέ σφιν νεῖκος Ἀχιλεὺς ἔμπεσε N. 6.50

ἔστι δὲ καὶ κόρος ἀνθρώπων βαρὺς ἀντιάσαι N. 10.20

ἀλλ' ὀνοτὸς μὲν ἰδέσθαι, συμπεσεῖν δ ἀκμᾷ βαρύς sc. Melissos, a pankratist I. 4.51

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • βαρύς — heavy in weight masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαρύς — ιά, ύ και βαριός, ιά, ό (AM βαρύς, εῑα, ύ) Ι. 1. αυτός που έχει βάρος 2. δυνατός, ισχυρός («βαρύ χέρι», «χεῑρα βαρεῑαν») 3. δυσβάστακτος, επαχθής («βαρύ χρέος», «βαρεῑα ξυμφορά») 4. (για οσμή) δυνατός, δυσάρεστος («βαριά μυρωδιά», «οδμήν βαρέαν») …   Dictionary of Greek

  • βαρύς, -ιά, -ύ — πληθ. ιοί, ιές, ιά 1. αυτός που έχει μεγάλο βάρος και δύσκολα μετατοπίζεται, ο δυσκίνητος: Σήκωσε μια βαριά βαλίτσα. 2. σοβαρός, οξύς: Υποφέρει από βαριά αρρώστια. 3. ογκώδης, άκομψος: Δε μου αρέσει η βαριά διακόσμηση. 4. πυκνός: Βαρύς καφές. 5.… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βαρέα — βαρύς heavy in weight neut nom/voc/acc pl (epic ionic) βαρέᾱ , βαρύς heavy in weight fem nom/voc/acc dual (epic ionic) βαρύς heavy in weight fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαρυτάτων — βαρύς heavy in weight fem gen pl βαρύς heavy in weight masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαρυτάτως — βαρύς heavy in weight adverbial βαρύς heavy in weight masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαρυτέρων — βαρύς heavy in weight fem gen pl βαρύς heavy in weight masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαρυτέρως — βαρύς heavy in weight adverbial βαρύς heavy in weight masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαρύ — βαρύς heavy in weight masc voc sg βαρύς heavy in weight neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαρύτατον — βαρύς heavy in weight masc acc sg βαρύς heavy in weight neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαρύτερον — βαρύς heavy in weight masc acc sg βαρύς heavy in weight neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”